μαγκώνω

μαγκώνω
μάγκωσα, μαγκώθηκα, μαγκωμένος
1. πιέζω δυνατά κάτι, συσφίγγω: Μάγκωσα το δάχτυλό μου στο συρτάρι.
2. στριμώχνω, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση: Μαγκώθηκε όταν του ζήτησα να μου πει την αλήθεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαγκώνω — μαγκώνω, μάγκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαγκώνω — βλ. μαγγώνω …   Dictionary of Greek

  • μαγγώνω — και μαγκώνω 1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα») 2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τόν μάγγωσαν») 3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τόν πιέζω, τόν στριμώχνω 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • μαγκούτα — η κοινή ονομασία διαφόρων φυτών που ανήκουν στα γένη κώνειο και κικούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από συμφυρμό τών μσν. τύπων μαγκούνα (< μακούνα < μακώνω < μάκων «φαρμακευτικό φυτό», πρβλ. κόκκων > κοκκώνα > κουκούνα. Το κ τού… …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”