- μαγκώνω
- μάγκωσα, μαγκώθηκα, μαγκωμένος1. πιέζω δυνατά κάτι, συσφίγγω: Μάγκωσα το δάχτυλό μου στο συρτάρι.2. στριμώχνω, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση: Μαγκώθηκε όταν του ζήτησα να μου πει την αλήθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.